Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

ΕΕΜΠΔ 2008/136
Τι συνιστά χρήση ενός domain name:
Α) Η χρήση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης της ιστοσελίδας (χωρίς να είναι ορατές από τον απλό χρήστη. Ο ιδιοκτήτης είχε καθιδρύσει υπερσύνδεσμο (link) επικοινωνίας ώστε οι επισκέπτες να του στέλνουν επιστολές.
Β) Ο ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας απέδειξε τη χρήση της σελίδας με εκτυπωμένα αρχεία καταγραφής (log files) από τους
Εξυπηρετητές Δικτυακών τόπων (Web servers).
Το δικαίωμα του ενάγοντος για καταχώρηση domain name είναι μεταγενέστερο και δεν χωρεί διαγραφή καθώς αποδείχτηκε χρήση της υπό εξέταση ιστοσελίδας αν και παρουσιαζόταν ως σελίδα "υπό κατασκευή" (under construction). Ουσιώδες στοιχείο είναι η ύπαρξη της δυνατότητας επικοινωνίας με τον ιδιοκτήτη μέσω
του υπερσυνδέσμου ο οποίος ήταν ανηρτημένος σε μέρος της ιστοσελίδας. Ο ιδιοκτήτης παράλληλα εργαζόταν σε υποφακέλλους (μη ορατούς από τον χρήστη) γεγονός που αποδεικνύεται από εκτυπωμένα αρχεία καταγραφής (log files) τα
οποία ήταν αποθηκευμένα στους Εξυπηρετητές Δικτυακών τόπων (Web servers).

Αριθμός Αποφάσεως
6762/2007

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
17ο ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Πηνελόπη Ζωντανού Εφέτη, Ανδρέα Ποταμιάνο Εφέτη-Εισηγητή και από τη Γραμματέα Αντωνία Χατζηπαναγιώτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος-ενάγοντος : ............, κατοίκου Πειραιά (οδός ......), τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Δημήτριος Σαραφιανός (δήλωση άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ).

Των εφεσίβλητων-εναγομένων: 1) ........, κατοίκου Βέροιας (οδός ......), τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του, Ελένη Σπυροπούλου (δήλωση άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ), 2) της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής "........", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (..........), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Χαρίκλειας Μάμαλη.

Ο εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.11.2004 αγωγή του (αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 10051/29.11.2004), που απηύθυνε προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ`αριθμ. 5266/2005 οριστική του απόφαση απέρριψε την αγωγή.

Ο εκκαλών προσέβαλε την ως άνω απόφαση με την από 2.1.2006 έφεση του (αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 84/4.1.2006), που προσδιορίσθηκε και συζητήθηκε στο 16ο Τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου την 6.4.2006 και επί της οποίας εκδόθηκε η
υπ`αριθμ. 6754/2006 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού που αποφάνθηκε ότι το 16ο Τμήμα του ως άνω Δικαστηρίου είναι αναρμόδιο προς εκδίκαση της και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο 17ο Τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου. Ηδη με την από
16.2.2007 κλήση του εκκαλούντος (αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως 582/16.2.2007) η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση για τη δικάσιμο την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο οι μεν πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος και του πρώτου εφεσίβλητου, σύμφωνα με σχετική τους δήλωση (αρθρ. 242 § 2 ΚΠολΔ), δεν παρέστησαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους,
η δε πληρεξούσια δικηγόρος της δεύτερης εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος κατά της υπ`αριθμ. 5266/2005 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (αρθρ. 18 αρ. 1, 22 και 25 § 2 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, φέρεται 6ε παραδεκτώς προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (αρθρ. 19, 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1β, 516 § 1 και 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επόμενος, η εν λόγω έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία.

Στην από 29.11.2004 αγωγή της - κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της - εναντίον των 1) ........, 2) της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής "..............", 3) του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "............ (ΙΤΕ)" (ως προς το οποίο μετά τη δήλωση στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του ενάγοντος ότι δεν εισάγει την αγωγή του ως προς
το τρίτο εναγόμενο, κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση ως προς αυτό, με επακόλουθο στην παρούσα δίκη να μη συμμετέχει), ο ενάγων και ήδη εκκαλών ιστορούσε ότι, α) από το έτος 1994 διατηρεί ατομική επτχείρηση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών διαδικτύου και στο πλαίσιο της δραστηριότητας του αυτής παρέχει από την ιστοσελίδα του (http://www.......) τη δυνατότητα στους
επισκέπτες της να δημιουργήσουν δική τους ιστοσελίδα με όνομα διαδικτυακού τόπου (domaia name), το οποίο καταλήγει σε www. (όνομα επιλογής χρήστη) ......., β) ακολούθως, παραχώρησε στους επισκέπτες της ιστοσελίδας του και μια δεύτερη εναλλακτική λύση για να διατηρούν δική τους ιστοσελίδα, με διεύθυνση www.(όvoμα επιλογής χρήστη). ......., διακριτικό τίτλο, τον οποίο χρησιμοποιούσε εκ παραλλήλου με το ......... ήδη από την έναρξη της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στον χώρο της πληροφορικής και κατοχύρωσε (21.12.2001) στο Υπουργείο Αναπτύξεως ως απεικόνιση με ορισμένη χρωματική
σύνθεση και ως λεκακό σήμα, γ) όταν επιχείρησε να το αξιοποιήσει (Σεπτέμβριος 2004) και ως όνομα διαδικτυακού τόπου διαπίστωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε προηγηθεί και το είχε αυτός κατοχυρώσει ως όνομα διαδικτυακού τόπου, δ)
επισκεπτόμενος την ιστοσελίδα του πρώτου αντιδίκου του διαπίστωσε όχι αυτή ήταν ανενεργής, δηλαδή επωνυμία "υπό κατασκευή", από την πρώτη ημέρα επισκέψεως του μέχρι τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής αυτής, κατά παράβαση
σχετικού όρου του "Κανονισμού Διαχειρίσεως και Εκχωρήσεως Ονομάτων Χώρων με κατάληξη gr" της δεύτερης εναγομένης, κατά τον οποίο η χρησιμοποίηση του εκχωρηθέντος ονόματος συνεχώς επί διετία αποτελεί λόγο διαγραφής του, ε) κατά τη διάρκεια του κρίσιμου αυτού χρονικού διαστήματος ο πρώτος εναγόμενος
προέβη μόνο σε ανάρτηση ενός υπερσυνδέσμου (link) για λόγους επικοινωνίας, στ) εξαιτίας των ανωτέρω η χρησιμοποίηση από τον τελευταίο του κατοχυρωμένου του σήματος στο διαδίκτυο προκαλεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, αντίκειται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, προσβάλλει το αποκλειστικό του δικαίωμα χρήσεως (αρθρ. 18 και 26 Ν. 2239/-1994) και παραβιάζει τον Νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού (αρθρ. 13 και 14 του Ν. 146/1914).

Γι` αυτό ζητούσε : 1) Να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος σε παράλειψη της χρησιμοποιήσεως του διαδτκτυσκού ονόματος ......., 2) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να διαγράψει οριστικώς από το μητρώο των εκχωρηθέντων ονομάτων Χώρου με κατάληξη gr που διατηρεί το επίδικο www...... για τον πρώτο εναγόμενο, 3) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να διαγράψει από to μητρώο
της, να ακυρώσει κάθε αντίστοιχη καταχώρηση κατ να λύσει τη σχεπκή σύμβαση για το όνομα της περιοχής διαδικτύου ....., 4) να απαγορευθεί η χορήγηση από αυτήν σε οποιονδήποτε τρίτον (εκτός από αυτόν, δηλαδή τον ενάγοντα) νέου domain name, που αποτελεί με οποιονδήποτε τρόπο απομίμηση, άλλως παραποίηση
του ενλόγω domain name, 5) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να τον εγγράψει ως δικαιούχο του ονόματος ............

IIΙ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την εκκαλούμενη απόφαση του, αφού έκρινε ότι η αγωγή, α) ασκήθηκε αρμοδίως (αρθρ. 18 αριθμ. 1 και 22 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, β) στη συνέχεια, τα μεν υπ`αριθμ. 3, 4 και 5 αιτήματα της αγωγής απέρριψε ως μη νόμιμα (το υπ`αριθμ. 3 ως αόριστο), τα δε
λοιπά ως ουσία αβάσιμα. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων αποδίδοντας τις αιτιάσεις που αναγράφονται στην έφεση και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κατ εφαρμογή του νόμου από τo Δικαστήριο που την εξέδωσε,
αιτούμενος την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής.

IV. 1. Κατά το αρθρ. 1 του Ν. 2239/1994 "περί σημάτων", σήμα θεωρείται κάθε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Οι εξουσίες που απορρέουν από το καταχωρισθέν σήμα καθώς και τα όρια τους προκύπτουν από τις
διατάξεις των άρθρων 18, 19, 20 και 26 του Ν. 2239/1994, κατά πς οποίες μόνον ο δικαιούχος (αποκλειστικό δικαίωμα) έχει το δικαίωμα να επιθέτει αυτό στα προϊόντα ή εμπορεύματα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και στις
συσκευασίες των εμπορευμάτων, στα τιμολόγια, στις αγγελίες, στις διαφημίσεις καθώς και σε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουοτικά μέσα. Το σήμα προστατεύεται, α) από πς ειδικές διατάξεις των άρθρων 4 § 1 περ. α`, β`, 17 § 1 οχοιχ. ε`, 18 § 3 και 26 § 1 του Ν. 2239/1994, β) από τις γενικές διατάξεις του κοινού δικαίου (αρθρ. 281, 914, 919, 57-59 ΑΚ) και γ) από πς διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού ( αρθρ. 1
και 13 Ν. 146/1914 ), μεταξύ των άλλων, αν το μεταγενέστερο σήμα ταυτίζεται ή ομοιάζει προς το προγενέστερο σήμα, ήτοι παραποίηση (δηλαδή την αναγραφή ή αναπαράσταση του σήματος στο σύνολο του ή στα κύρια μέρη του, ώστε να
δημιουργείται η εντύπωση της ταυτότητας μεταξύ του σήματος και της αναπαραστάσεως είτε πλήρως είτε κατά τα ουσιώδη και χαρακτηριστικά τους μέρη) ή απομίμηση (δηλαδή την ιδιαίτερη σε σχέση με το σήμα παράσταση ή εμφάνιση της ενδείξεως, ώστε από την όλη οπτική και ηχητική εντύπωση που προκαλεί και
ανεξάρτητα από τις επιμέρους ομοιότητες ή διαφορές να είναι δυνατό να δημιουργήσει στο κοινό σύγχυση ως προς την προέλευση ίου προϊόντος) του σήματος ως διακριτικού γνωρίσματος. Κίνδυνος συγχύσεως (υπό στενή έννοια) υπάρχει όταν το ενδιαφερόμενο κοινό ταυτίζει, πλήρως ή ενμέρει, δύο σήματα που διακρίνουν διαφορετικές υπηρεσίες ή εμπορεύματα και θεωρεί εσφαλμένως ότι προέρχονται από μία και την αυτή επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη ότι για τον κίνδυνο συγχύσεως σημασία έχει, αα) η συνολική εντύπωση που προκαλούν στους συναλλασσόμενους τα εκάστοτε συγκρινόμενα σήματα και όχι οι λεπτομέρειες ή τα συστατικά μέρη τους, ββ) η αντίληψη του μέσου, δηλαδή με μέτριες γνώσεις και παρατηρητικότητα, καταναλωτή για τον οποίο προορίζεται το εμπόρευμα ή η υπηρεσία (βλ. Α. Λιακόπουλο εις Δίκαιο Σημάτων, 1996, αρθρ. 4, IV, αρ. 13, σ.
69, Σινανιώτη-Μαρούδη, Το σήμα υπηρεσιών, 1995, σ. 99, 106, 120, ΑΠ 1604/2003 ΕλλΔνη 45.807, ΕφΑΘ 4008/2006 ΔΕΕ 2007.183, ΕφΛαρ 814/2005 ΕπισκΕΔ 2006.1084, ΕφΑΘ 1687/2004 ΕΕμιιΔ 2005.623, ΕφΑΘ 866/2004 ΕλλΔνη 46.596, ΕφΔωδ 112/2003 ΕπισκΕΔ 2004.652).

Για την απόρριψη κάποιου σήματος ως απαραδέκτου δεν αρκεί
μόνο η ταυτότητα ή η ομοιότητα των σημάτων που συνιστά την παραποίηση ή την απομίμηση, αλλά απαιτείται επυτλέον τα δύο αυτά σήματα, δηλαδή το κρινόμενο και το προΰφιστάμενο νόμιμα, να χρησιμεύουν για τη διάκριση των ιδίων ή παρόμοιων προϊόντων. Είναι δε παρόμοια τα προϊόντα όταν προορίζονται για
σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς και απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών (βλ. ΑΠ 310/90 ΝοΒ 39.553, ΔΕφΑΘ 2984/1991 ΔιΔτκ 4.122). Την προστασία των ως άνω άρθρων έχουν και ια σήματα φήμης. Για να υπάρχει σήμα φήμης πρέπει να
συντρέχουν σωρευτικά αυξημένος βαθμός καθιέρωσης του σήματος στις συναλλαγές, -μοναδικότητα του σήματος, με την έννοια ότι δεν έχει φθαρεί χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, να εμφανίζει ορισμένο βαθμό
ιδιοτυπίας και να υπάρχει θετική εκτίμηση του κοινού σχετικά με τα προϊόντα ή υπηρεσίες που διακρίνει. Με τη χρησιμοποίηση, από τρίτο μη δικαιούχο, του σήματος φήμης επέρχεται εξασθένηση της διακριτικής του ικανότητας, ο δε τρίτος αποκτά χωρίς εύλογη αιτία αθέμιτο όφελος, προβαίνοντας σε πράξεις παρασιτικού ανταγωνισμού. Τέλος εάν το σήμα έχει επικρατήσει και ως
διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησης του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 του ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού" (βλ. Λιακόπουλο, Βιομηχανική
Ιδιοκτησία, 1995, ΙΙ, σ. 124-128, ΕφΑθ 3798/2005 ΕλλΔνη 47.300).

2. Από τις διατάξεις των άρθρων 13 § 1 και 14 § 2 του Ν. 146/1914 σαφώς προκύπτει ότι εκείνος, ο οποίος κάνει κατά τις συναλλαγές χρήση ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής ή εμπορικής επιχειρήσεως, κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη της χρήσεως και αν ακόμη η χρήση του γνωρίσματος αυτού γίνεται με μερικές παραλλαγές, εφόσον αυτές δεν αποκλείουν τον κίνδυνο συγχύσεως. Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομικεύσεως της επιχειρήσεως, προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν. 146/1914, με σκοπό την παρεμπόδιση εκμεταλλεύσεως της ξένης καλής φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο συγχύσεως. Κίνδυνος συγχύσεως υπάρχει, όταν λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων είναι πιθανόν να
δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, ως προς είτε την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένες επιχειρήσεις είτε την ταυτότητα της επιχειρήσεως είτε την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, ενώ τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διόπ ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχειρήσεως και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί κοινή προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (βλ. Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος ανταγωνισμός και προστασία του καταναλωτή, 1992, σ, 96-98, ΑΠ 310/1990 ΕλλΔνη 32.72, ΑΠ 197/1989 ΕλλΔνη 31.1426, ΑΠ 1123/2002 ΕΕμπΔ 2002.887). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του αρθρ. 1 του Ν. 146/1914 που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, στην περίπτωση του αρθρ. 13 § 1 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό.

Χρήση που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση είναι η αυτούσια μίμηση ή και παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο συγχύσεως μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών που αποτελούν το γνώρισμα
εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Στην περίπτωση αυτή υπερισχύει και συνεπώς είναι εκ του νόμου προστατευτέο, εκείνο από τα ενλόγω γνωρίσματα, το οποίο καθιερώθηκε πρώτο στις συναλλαγές, σύμφωνα με την αρχή της χρονικής προτεραιότητας (κατά τον κανόνα prior in tempore,
potior in jure (βλ- Β. Αντωνόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, 2002, § 218 επ., Μ.Θ. Μαρίνο, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 2002, § 446 επ., ΕφΑθ 3746/2001 ΔΕΕ 2001.853). Η γενική δε αυτή αρχή ισχύει σε κάθε περίπτωση συγκρούσεως ιδίων ή διαφορετικών διακριτικών γνωρισμάτων μεταξύ τους. Εξάλλου, για την κατάφαση του κινδύνου συγχύσεως των διακριτικών γνωρισμάτων (αρθρ. 13 § 1 Ν. 146/1914) δεν αποτελεί προϋπόθεση προστασίας η ομοιότητα του αντικειμένου, δηλαδή η παραγωγή ή εμπορία όμοιων ή ομοειδών προϊόντων από τις ειτιχειρήσεις που τα χρησιμοποιούν (σε αντίθεση με τα διακριτικά γνωρίσματα εμπορευμάτων) και
τούτο διότι ακόμη και όταν οι οικονομικοί κλάδοι δραστηριότητας δύο επιχειρήσεων διαφέρουν, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο κίνδυνος συγχύσεως υπό την ευρεία έννοια. Αλλωστε και η εφαρμογή του άρθρου 13 § 1 Ν. 146/1914 δεν προϋποθέτει σχέση ανταγωνισμού, ωστόσο όμως όσο μεγαλύτερη είναι η έλλειψη
συγγένειας του επιχειρηματικού αντικειμένου, τόσο ο κίνδυνος συγχύσεως υπό την ευρεία έννοια απομακρύνεται (βλ. Μαρίνο, ο.π, § 481, Τζουγανάτο εις Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 1996, αρθρ, 13-15, αρ. 27 επ., σ. 338, Δ. Παππά, ΔΕΕ 2001.606 επ., Παρατηρήσεις υπό ΜΠρΑθ 3950/2001, ΑΠ 1445/1997 ΕλλΔνη 39.354, ΕφΘεσ 2659/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1202, ΕφΑθ 10015/2005 ΕλλΔνη 47.1457, ΕφΠειρ 291/2005 ΠειρΝομ 2005.200, ΕφΑθ 7404/2002 ΕλλΔνη 44.801, ΕφΑθ 8221/2000 ΔΕΕ 2001.280).

3. Τα τελευταία χρόνια, μετά την έκρηξη της τεχνολογικής εξελίξεως, το διαδίκτυο (internet) έχει διεισδύσει στη ζωή των ανθρώπων, και, εκτός από άλλες χρήσεις, γίνεται και εμπορική ή οικονομική χρήση του από τους κοινωνούς του κυβερνοχώρου. Το πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων καλύπτει ο χώρος του
ηλεκτρονικού εμπορίου. Βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο, όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση των συναλλαγών. Μέσο (εισττήριο) για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το "domain, name* (όνομα περιοχής), το οποίο
κατ` ουσίαν επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διευθύνσεως ή "κυβερνοδιευθύνσεως", επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήστη του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης (βλ. Α. Ανθιμο, Εισαγωγή στην προβληματική του domain name, ΔΕΕ 1999.817, Ιδίου, Η διασφάλιση των διακριτικών γνωρισμάτων
στο Διαδίκτυο, Ο κίνδυνος από τα domain names, ΕπισχΕΔ 2000,588). To *domain name" αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μια ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία, διαιρείται δε σε τρία μέρη. Τα πρώτο μέρος είναι κοινό για όλα τα "domain names" και αποτελείται από τα αρκτικόλεξα "http://www" (Hyper Text Transfer Protocol - World Wide Web) που δηλώνει το πρωτόκολλο επικοινωνίας και ότι η επικοινωνία διεξάγεται
στο World Wide Web.

Το δεύτερο μέρος (second level domain) αποτελείται από τα εκάστοτε ονόματα φυσικών και νομικών προσώπων. Πρόκειται για το κατ7 εξοχήν όνομα, την κατ` εξοχήν διαδικτυακή διεύθυνση. Το τρίτο μέρος αποτελεί το επονομαζόμενο top level domain (TLD) που δηλώνει το είδος της τοποθεσίας ή τη γεωγραφική προέλευση, όπως "com" για εταιρίες, "org" για οργανισμούς, "net" για παροχές
υπηρεσιών, "gov" για κυβερνητικούς χώρους του διαδικτύου, "int" για διεθνείς οργανισμούς, "gr" για τη χώρα αρχειακής καταχωρίσεως του "domain name" του χρήστη (βλ. Ι. Καράκωστα, Δίκαιο & Internet, 2003, σ. 27). To domain name δεν μπορεί κατ αρχήν να ταυτιστεί με την εμπορική επωνυμία, τον διακριτικό τίτλο
και to εμπορικό σήμα. Πρέπει, ωστόσο, να αποδίδεται σ` αυτό λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση σιο διαδΐκτυο, διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά εξατομτκευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσεως οποιασδήποτε
ονομασίας, όσο γνωστή και φημισμένη και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημίες στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία. Για τη διαφύλαξη έτσι των νομίμων
συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο domain name μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι domain name στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων ορίων παροχής domain name για κάθε χρήση αλλά και της επιβαλλόμενης συντομίας για του είδους αυτού την επικοινωνία. Ενόψει των ανωτέρω, θα πρέπει να απολαμβάνει προστασίας αντίστοιχης με εκείνη των
διακριτικών γνωρισμάτων, αλλά και ένα διακριτικό γνώρισμα θα πρέπει να προστατεύεται (εφόσον βεβαίως πληρούνται οι αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας προϋποθέσεις προστασίας του) από τη χρήση ενός ονόματος διαδικτύου,
παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε χρονικά η καταχώριση αυτού στο διαδίκτυο, λαμβανομένων όμως υπόψη, υπό τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τον ιδιαιτεροτήτων του διαδικτύου, και συγκεκριμένα της παγκοσμιότητας του διαδικχύου ως μέσου ενημέρωσης, της μοναδικότητας των ηλεκτρονικών διευθύνσεων, της πεπερασμένης δυνατότητας συνδυασμών διευθύνσεων, του ιδιόρρυθμου συστήματος καταχώρισης των ονομασιών κατά το
οποίο η εξυπηρέτηση των αιτήσεων γίνεται κατά τη σειρά άφιξης τους χωρίς διενέργεια προληπτικού ελέγχου, αρκεί να μην έχει χορηγηθεί το συγκεκριμένο όνομα σε άλλον αιτούντα (First Come First Served) (βλ. Α. Ανθιμσ, Εισαγωγή στην προβληματική του domain name, ΔΕΕ 1999.815 επ., Ιδίου, Η διασφάλιση των
διακριπκών γνωρισμάτων.στο Διαδίκτυο, Ο κίνδυνος από τα domain names, ΕπισκΕΔ 2000,588, Μαρίνο, ΕΕμπΔ 2000.146 επ., Παρατηρήσεις υπό ΜΠρΣυρ 637/1999,1. Ιγγλεζάκη, ΕπισκΕΔ 2000.1109 επ., Παρατηρήσεις υπό ΜΠρΑΘ 9485/2000). Η
καταχώριση γνωστού ξένου διακριτικού γνωρίσματος ως domain name ενδέχεται να συνιστά αθέμιτο παρεμποδιστικό ανταγωνισμό (άρθρο 1 Ν 146/1914), ενώ δεν αποκλείεται ότι μπορεί να συντρέξουν και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 Ν 146/1914, όταν αυτό χρησιμοποιείται στο διαδίκτυο. Ειδικότερα, υπό τις ανωτέρω παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κ.λπ. και "domain name" αίρεται κατ` αρχάς, με βάση την αρχή της χροντκής προτεραιότητας κατά τα ενγένει ισχύοντα. Ετσι το ομοειδές του "domain name" αλλά και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα κλπ., σαφώς συνηγορεί υπέρ της καταφάσεως της προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος. Ο κίνδυνος συγχύσεως, ωστόσο,
πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμη, και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει η εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα η προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την
ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση
συνεργασίας. Απαιτείται, όμως, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει τουλάχιστον κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις, και τούτο διότι η έλλειψη κάθε σχέσεως των οικονομικών κλάδων δραστηριότητας θα έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα τη
δυνατότητα παραπλανήσεως ενός αμελητέου τμήματος των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, το οποίο δεν θα επαρκούσε για την αποδοχή του κινδύνου συγχύσεως (βλ. Γ. Γεωργιάδη. Η προστασία των διακριτικών γνωρισμάτων στο διαδίκτυο, ΔΕΕ
1999.1243 επ,, Β, Τουντόπουλου ΔΕΕ 1999.1277 επ., Παρατηρήσεις υπό ΜΠρΣυρ 637/1999, Αντωνόπουλο, ο.π., παρ. 395, 397, ΕφΑΘ 6012/2005 ΔΕΕ 2006.278, ΕφΑθ 8247/2005 ΔΕΕ 2006.386).
4. Η διαχείριση των ονομάτων διαδικτύου σε παγκόσμιο
επίπεδο είχε ανατεθεί από την αμερικανική κυβέρνηση σε ιδιωτικούς μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, αρχικά στον Ι.Α.Ν.Α. (Internet Assigned Numbers Authority) και μετά το 1998 στον I.C.A.N.N. (Internet Corporation for Assigned Names and Numbers). Οι οργανισμοί αυτοί είναι υπεύθυνοι, μεταξύ
άλλων, για τη λειτουργία των "κωδικών χωρών ανωτάτου επιπέδου" (ο κωδικός αυτός, για την Ελλάδα, είναι το ".gr"). Με το ΠΔ 432/1987 (204 Α), όπως τροποποιήθηκε με το ΠΔ 72/2000 (65 Α), συστήθηκε το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας (Ι.Τ.Ε.), ως Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και έδρα στο Ηράκλειο Κρήτης, αποτελούμενο, μεταξύ άλλων, από το Ινστιτούτο Πληροφορικής (Ι.Π.). Το 1989 υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ του Ι.Α.Ν.Α. και του Ι,Π.-Ι.Τ.Ε., με την οποία η διαχείριση του ανωτέρω κωδικού χώρας (.gr) ανατέθηκε στο εν λόγω ινστιτούτο. Η διαχείριση αυτή περιλαμβάνει κυρίως την ανάπτυξη ενός
συνόλου τεχνικών εργαλείων και ενεργειών, που αφορούν τόσο την καταχώρηση στο διαδίκτυο ονομάτων με κατάληξη ".gr", όσο και τη λειτουργία του ελληνικού συσεήματος ονομάτων διαδτκτυακού χώρου (domain name system). Εκτοτε και μέχρι
το 1997 το Ι.Π.-Ι.Τ.Ε. ασκούσε τη δραστηριότητα αυτή, χωρίς κρατικά έλεγχο ή εποπτεία. Το 1997, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (E.E.T.), η οποία είχε συσταθεί με χο άρθρο 2 § 3 του Ν. 2246/1994 {172 A) ως αρχή αρμόδια για "την εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς", ανέθεσε, με την από 1.12.1997 (86η
συνεδρίαση) απόφαση της τη διαχείριση των ονομάτων χώρου με κατάληξη ".gr" στο Ι.Π.-Ι.Τ.Ε. Η ίδια αρχή εξέδωσε, στη συνέχεια, σειρά αποφάσεων, στις οποίες, μεταξύ άλλων, διέλαβε πρόνοια για την καταχώριση των ονομάτων χώρου (βλ. ΣτΕ 955/2003 Ηλεκτρονική Συλλογή Νομολογίας NOMOS.

Περαιτέρω, με τον Ν. 2867/2000 "Οργάνωση και λειτουργία των τηλεπικοινωνιών και άλλες διατάξεις" (273 Α) η αρμοδιότητα της ρυθμίσεως των θεμάτων του διαδικτύου και ειδικότερα της εκχωρήσεως ονομάτων χώρου με κατάληξη ".gr" χορηγήθηκε στην Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η
οποία ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα, που απολαμβάνει διοικητικής και οτκονομυ*ής αυτοτέλειας (αρθρ. 3 § 2 Ν. 2867/2000), απέκτησε την αρμοδιότητα να "εκδίδει κανονιστικές η ατομικές πράξεις, δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δια των οποίων ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και
λεπτομέρεια σε σχέση με την ανωτέρω αρμοδιότητα της" (αρθρ. 3 § 14κη` Ν. 2867/2000). Σε ενάσκηση της παραπάνω αρμοδιότητας της η ΕΕΤΤ εξέδωσε την υπ`αριθμ. 268/73/31.12.2002 απόφαση της (1617 Β), με την οποία έθεσε σε εφαρμογή τον "Κανονισμό Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domaia Names) με κατάληξη .gr.". Ο Κανονισμός αυτός σκοπεύει στη θέσπιση κανόνων σχετικά με τη διαδικασία εκχωρήσεως και τη χρήση ονομάτων χώρου (domain name) με κατάληξη .gr. και επυτρόσθετα, μεταξύ των άλλων, προβλέπει: "...Αρθρ. 2.

α...
β. Εκχώρηση Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr είναι η ατομτκή διοτκηπκή πράξη με την οποία η ΕΕΤΤ χορηγεί σε φυσικό ή νομτκό πρόσωπο, το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης συγκεκριμένου Ονόματος Χώρου 2ου επιπέδου με κατάληξη .gr ή
Ονόματος Χώρου 3ου επιπέδου με καιά λήξη .gr. Η ΕΕΤΤ έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα εκχώρησης Ονομάτων Χώρου 2ου επιπέδου με κατάληξη .gr ή Ονομάτων Χώρου 3ου επιπέδου με κατάληξη .gr... Αρθρ. 3.
§1...
§ 2. Το δικαίωμα το οποίο αποκτάται με την Εκχώρηση Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr συνίσταται αποκλειστικά και μόνο στην απόκτηση από το Φορέα του συγκεκριμένου Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης των συγκεκριμένων αλφαριθμητικών στοιχείων, με αποκλειστικό σκοπό την κατά μοναδικό τρόπο εξατομίκευση ενός υπολογιστή συνδεδεμένου σε δίκτυο ή μιας ομάδας υπολογιστών συνδεδεμένων σε δίκτυο, σύμφωνα με τις αρχές του Συστήματος Ονοματοδοσίας Διαδτκτύου.

§ ...7. Η Εκχώρηση των Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr διέπεται από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας. Το δικαίωμα επί του Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr αποκτάται από την Εκχώρηση του σύμφωνα με την παρούσα, ανατρέχει όμως στο
χρόνο υποβολής της Αίτησης Εκχώρησης στον Καταχωρητή... Αρθρ. 5
§ 1. Η ΕΕΤΤ απορρίπτει Αίτηοη Εκχώρησης στις εξής, περιοριστικά οριζόμενες περιπτώσεις, που αποτελούν απόλυτους λόγους απόρριψης: "α... β. Αν κατά το χρόνο υποβολής της Αίτησης έχει ήδη εκχωρηθεί σε άλλο πρόσωπο, Ονομα Χώρου με
κατάληξη .gr όμοιο με αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης"...
2. Η ΕΕΤΤ απορρίπτει Αίτηση Εκχώρησης στις εξής περιοριστικά οριζόμενες περιπτώσεις που αποτελούν σχετικούς λόγους απόρριψης:...
Αρθρ. 6,
§ 1. Ένα Ονομα Χώρου με κατάληξη .gr διαγράφεται οριστικά με Απόφαση της ΕΕΤΤ, η οποία κινείται αυτεπάγγελτα ή μετά από καταγγελία τρίτου, οσάκις συντρέχουν μια ή περισσότερες από ης εξής περιοριστικά οριζόμενες περιπτώσεις:

"α. Αν το ζητήσει ο φορέας με αίτηση του στην ΕΕΤΓ.
β. Μετά από αμετάκλητη απόφαση αρμόδιας δημόσιας αρχής ή δικαστηρίου, η οποία είναι εκτελεστή στην Ελλάδα ή αντίστοιχη απόφαση διαιτητικού οργάνου εκτελεστή στην Ελλάδα, με την οποία αναγνωρίζεται συμφωνά με το ελληνικό δίκαιο προγενέστερο δικαίωμα τρίτου στο Ονομα Χώρου με κατάληξη .gr ή σε σημείο από το οποίο συντίθεται εν μέρει ή ολικά, το Ονομα Χώρου με κατάληξη .gr.

γ. Αν συντρέχει λόγος που δεν θα επέτρεπε την εκχώρηση του συγκεκριμένου Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr σύμφωνα με το άρθρο 5 ανωτέρω... δ. Αν το Ονομα Χώρου με κατάληξη .gr δεν χρησιμοποιείται στο Διαδίκτυο για δύο (2) συνεχή έτη".
ε. Σε περίπτωση που ο φορέας έχει καταθέσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία ή δεν έχει μεριμνήσει εγκαίρως για την κοινοποίηση πιθανής επελθούσας τροποποίησης τους σύμφωνα με την παρούσα.
στ. Σε περίπτωση που ο φορέας έχει προβεί σε χρήση του Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr, η οποία αντιβαίνει στις αρχές της καλής πίστης ή είναι κακόπιστη και ιδιαίτερα όταν έχει επιτρέψει ή ανεχθεί τη χρήση από τρίτο του ίδιου Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr ή Ονόματος Χώρου 3ου ή επόμενου επιπέδου
με κατάληξη .gr το οποίο συντίθεται από το εκχωρηθέν στο φορέα Ονομα Χώρου με κατάληξη .gr, κατά τρόπο ο οποίος θα συνιστούσε λόγο διαγραφής του Ονόματος Χώρου με κατάληξη .gr, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

ζ. Σε περίπτωση που ο φορέας είναι νομικό πρόσωπο και λυθεί, εφόσον το σχετικό Ονομα Χώρου με κατάληξη .gr δεν μεταβιβασθεί, σύμφωνα με την παρούσα". Στην προκείμενη περίπτωση, τα αιτήματα του ενάγοντος, 1) για υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να διαγράφει από το μητρώο της, να ακυρώσει κάθε αντίστοίχη καταχώρηση και να λύσει τη σχετική σύμβαση για το όνομα της περιοχής διαδικτύου biz.gr, 2) για απαγόρευση χορηγήσεως από αυτήν σε οποιονδήποτε τρίτον (εκτός από αυτόν, δηλαδή τον ενάγοντα) νέου domain name,
που αποτελεί με οποιονδήποτε τρόπο απομίμηση, άλλος παραποίηση του ενλόγω domain name, 3) την υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να τον εγγράψει ως δικαιούχο του ονόματος biz.gr., πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα (απορριπτόμενων σχετικά του δεύτερου και τρίτου λόγου εφέσεως), διότι :

1. Στην πρώτη περίπτωση, δεν υπάρχει ζήτημα διαγραφής κάθε αντίστοιχης καταχωρήσεως, διόα δεν υφίσταται ως λόγος διαγραφής στις ως άνω περτπχώσεις του άρθρου 6 της υπ`αριθμ. 268/73/2000 αποφάσεως, οι οποίοι είναι περιοριστικοί (και όχι ενδεικτικοί).

2. Στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση {απαγόρευση χορηγήσεως σε οποιονδήποτε τρίτον πλην του ενάγοντος νέου ονόματος χώρου και υποχρέωση εγγραφής του (ενάγοντος) με το όνομα biz.gr)}, ένα όνομα χώρου υπό το νομυκό καθεστώς της ως άνω αποφάσεως (αρθρ. 7) εκχωρείται υπό την προϋπόθεση αιτήσεως εκχωρήσεως
του καταχωρούμενου σε καταχωρητή της επιλογής του. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1β` της ανωτέρω αποφάσεως, δεν εκχωρείται όνομα χώρου, αν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως έχει ήδη εκχωρηθεί σε άλλο πρόσωπο. Συνεπώς, η εκχώρηση του επίδικου ονόματος χώρου στον ενάγοντα και η υποχρέωση εγγραφής του με το όνομα biz.gr προϋποθέτει διαγραφή του ονόματος του πρώτου εναγομένου και εφόσον συντρέχει κάποιος από τους λόγους διαγραφής του ως άνω άρθρου 6, γεγονότα που δεν υφίστανται στην παρούσα περίπτωση.

V. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως αυτές περιέχονται στα επικαλούμενα και σε επίσημο αντίγραφο προσκομιζόμενα
ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πιο πάνω Δικαστηρίου, από τις νομοτύπως (αρθρ. 270 § 2γ` και 529 § 1 ΚΠολΔ) ληφθείσες και παραδεκτώς {αφού τούτο επιβάλλεται για την ανεύρεση της ουσιαστικής αληθείας (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, § 773, σ. 304)} προσκομιζόμενες στο πλαίσιο της παρούσης δίκης, α) επιμέλεια του εκκαλούντος τις υπ`αριθμ. 5306/- και 5307/30.3.2006 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών, Αικατερίνης Θεοχάρη-Βασιλάκη, α) επιμέλεια του πρώτου εφεσίβλητου την υπ`αριθμ. 4978/4.4.2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβ/φου Αθηνών, Θεόδωρου Αναγνωστόπουλου, από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικπκά στοιχεία είτε ως δικασπκά τεκμήρια, σε συσχέτιση και αλληλουχία με τις πιο πάνω καταθέσεις, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περισταπκά :

Α. Ειδικότερα, το ιστορικό της διαφοράς των διαδίκων έχει ως εξής: α. Ο πρώτος εναγόμενος είναι καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως και διδάσκει το μάθημα της πληροφορικής σε Γυμνάσιο της Βέροιας. Η παλαιότερη επαγγελματική του εμπειρία αφορούσε επίσης τον τομέα της πληροφορικής, αφού έχει διδάξει το ίδιο αντικείμενο οτο Κέντρο Επαγγελματικής Καταρτίσεως "Γνώση", στο Γυμνάσιο Κοζάνης και στο Ινστιτούτο Επαγγελματικής Καταρτίσεως του Νομού Βέροιας, ενώ έχει συγγράψει τα ακόλουθα πέντε βιβλία πληροφορικής, που έχουν κυκλοφορήσει σε πανελλήνια κλίμακα : 1) "Ασκήσεις
ECDL/ICDL", Εκδόσεις Δίαυλος 2003, 2) "ECDL 4.0 Μέρος Α` Οδηγός Επιτυχίας", Εκδόσεις Δίαυλος 2004, 3) "ECDL 4.0 Μέρος Β` Οδηγός Επιτυχίας", Εκδόσεις Δίαυλος 2004, 4) "ECDL 4.0 Βασικές Εννοιες της Πληροφορικής Οδηγός Επιτυχίας", Εκδόσεις Δίαυλος 2004, 5) "ECDL 4.0 Ασκήσεις Οδηγός Επιτυχίας",
Εκδόσεις Δίαυλος 2004. Από επαγγελματική ανάγκη για διαρκή ενημέρωση στον τομέα της πληροφορικής, πειραματισμό και έρευνα ο ίδιος εναγόμενος από το έτος 1999 δημιούργησε στο διαδίκτυο (internet) τον npooconueo του δτκτυακό τόπο (ιστοσελίδα "site"), αφού τον Απρίλιο του έτους 1999 ζήτησε να του
εκχωρηθεί η ηλεκτρονυχή διεύθυνση με τα στοιχεία "www.....", η οποία ως προς to όνομα του επιπέδου του δεύτερου βαθμού (second level domain name) αποτελείται από τα αρχικά, γράμματα του επιθέτου του (.....) στην αγγλική, δηλαδή "....."{απορριπτόμενου ως αβασίμου του αντίθετου ισχυρισμού του ενάγοντος (έκτου λόγου εφέσεως) ότι επέλεξε το ενλόγω domain name επειδή παρέπεμπε στη λέ§η business}, ακολουθώντας όλες τις νόμιμες διατυπώσεις και διαδικασίες, σύμφωνα με τον νόμο και τον Κανονισμό Διαχειρίσεως και Εκχωρήσεως Ονομάτων Χώρου με κατάληξη ".gr* στο διαδίκτυο. Η ως άνω αίτηση του έγινε δεκτή, καθόσον η παραπάνω διεύθυνση δεν χρησιμοποιείτο από
οποιονδήποτε μέχρι εκείνη τη χρονική περίοδο (ήταν "ελεύθερη"), με επακόλουθο από 6.4.1999 στην αρμόδια για την καταχώριση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων υπηρεσία του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Ερευνας του Πανεπιστημίου Κρήτης (υπηρεσία "Ελέγχου Ονόματος Χώρου*) να υπάρχει το όνομα του πρώτου εναγομένου ως ιδιοκτήτη της ενλόγω ηλεκτρονικής διευθύνσεως.

Από την αρχή της κατοχυρώσεως της ως άνω ηλεκτρονικής του διευθύνσεως μέχρι τα τέλη του έτους 2004 ο πρώτος εναγόμενος διατηρούσε υπό την ενλόγω διεύθυνση, μια πρώτη σελίδα που εμφάνιζε την ένδειξη "υπό κατασκευή* (under construction) -β. Ο ενάγων από το έτος 1994 διατηρεί ατομική επιχείρηση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών διαδυαύου με κύριο αντικείμενο την κατασκευή και στέγαση κόμβων, τη δημιουργία πρωτότυπων εφαρμογών, την εγκατάσταση και επίβλεψη εσωτερικών και ασύρματων δικτύων καθώς και την πώληση συναφών προϊόντων. Για τις ανάγκες και την προώθηση των παραπάνω δραστηριοτήτων του διατηρεί στο διαδίκτυο ιστοσελίδα με την ηλεκτρονική διεύθυνση "http://www......" παρέχοντας τη δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους επισκέπτες (websurfers, internautesj να δημιουργήσουν δική τους ιστοσελίδα με όνομα
διαδικτυακού τόπου που καταλήγει σε "www. (όνομα επιλογής χρήστη)......". Το όνομα του δεύτερου επιπέδου της διευθύνσεως "pro" παρέπεμπε στην αγγλική λέξη "professional", που μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα "^αγγελματικός". Τον
Δεκέμβριο του έτους 2001 διαπιστώνοντας ότι η παραπάνω δραστηριότητα του στο διαδίκτυο ήταν ιδιαιτέρως επικερδής αποφάσισε να παράσχει στους επισκέπτες της ιοτοσελίδας του μια δεύτερη εναλλακττκή λύση για τη δημιουργία δικής τους
ιστοσελίδας με ηλεκτρονική διεύθυνση "www. (όνομα επιλογής χρήστη) ......", παραπέμποντας με τo όνομα του δεύτερου επιπέδου στον αγγλικό όρο "business" (επιχείρηση). Ο ενάγων, όταν διαπίστωσε ότι το όνομα αυτό είχε ήδη κατοχυρωθεί ως domain name στο διαδίκτυο εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, την 21.12.2001 με σχετική του αίτηση στο Υπουργείο Αναπτύξεως αποφάσισε να το κατοχυρώσει ως λεκτικό σήμα και απεικόνιση με ορισμένη χρωματική σύνθεση, ενσωματώνοντας σ` αυτό την επεξήγηση "domain names for "business-global range" (διαδικτυακές διευθύνσεις για επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας) και προσθέτοντας την απεικόνιση "www.........". Ετσι, από το έτος 2001 και εφεξής άρχισε να εμφανίζει και να διαφημίζει στο διαδίκτυα και τον διαδικτυακό τόπο "........".

Β. Περαιτέρω, προκύπτουν τα ακόλουθα νομικά και πραγματικά δεδομένα :
α. Σύμφωνα με το Μητρώο Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr που τηρεί η δεύτερη εναγόμενη, το επίμαχο όνομα χώρου "...." είχε εκχωρηθεί για πρώτη φορά στον πρώτο εναγόμενο από 6.4.1999, ο οποίος έκτοτε ανανέωνε διαρκώς τη διετή άδεια εκχωρήσεως (η δε τελευταία περίοδος εκχωρήσεως έληγε την 5.4.2007), ο δε ενάγων κατοχύρωσε το δικαίωμα επί του σήματος του την 21.12.2001, δηλαδή μετά την κατοχύρωση και λειτουργία εκ μέρους του πρώτου εναγομένου της ηλεκτρονικής του σελίδας. Συνεπώς, βάσει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας (First Come First Served), την οποία αναγνωρίζει ρητώς το άρθρο 3 § 7 της υπ`αριθμ. 268/73 2002 αποφάσεως της δεύτερης εναγομένης (για τον "Κανονισμό Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου με κατάληξη .gr"), ο πρώτος εναγόμενος είχε καταστεί νόμιμος δικαιούχος του επίδικου ονόματος χώρου.
β. Η απλή προβολή εκ μέρους του ενάγοντος του ονόματος "........" μέσω της προηγούμενης και ενεργοποιημένης ηλεκτρονικής
του διευθύνσεως "www........", μεταγενέστερα από τον χρόνο κατοχυρώσεως του επίμαχου ονόματος από τον πρώτο εναγόμενο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσέδωσε στο ενλόγω όνομα τον χαρακτήρα διακριτικού τίτλου, ώστε να τυγχάνει προστασίας βάσει του άρθρου 13 του Ν. 146/1914, διότι : Δεν αποδείχθηκε προηγούμενη χρήοη εκ μέρους του ενάγοντος της λέξεως αυτής ως διακριτικού τίτλου (αγγελία με περιεχόμενο τη διαφημιστική προβολή του "......" στη ".........." ανάγεται το έτος 2004, όπως στο ίδιο έτος ανατρέχει και ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί επισκετιμότητας της ιστοσελίδας του εκ μέρους 850 περίπου χρηστών ενδιαφερομένων προς απόκτηση ιστοσελίδας). Επιπλέον, η διαφήμιση εκ μέρους του ενάγοντος μέσω της παραπάνω διαδικτυακής του διευθύνσεως των βιβλίων του απέκλειε τον κίνδυνο δημιουργίας οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως στο καταναλωτικό κοινό ως προς την ταυτότητα και τη φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών του ενάγοντος. Τα αντίθετα που υποστηρίζει ο ενάγων (στον έβδομο και όγδοο λόγο εφέσεως) κρίνονται ως αβάσιμα.

γ. Η εφαρμογή των άρθρων 18 και 26 του Ν. 2239/1994 (αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως του σήματος από τον χρόνο καταχωρίσεως του και αγωγή για παράλειψη της χρήσεως του αντίστοιχα), που επικαλείται στην αγωγή του ο ενάγων, με σκοπό να παρεμποδισθεί η χρήση του ονόματος "........", που αυτός είχε
κατοχυρώσει ως σήμα, κρίνεται ως αβάσιμη, διότι : Ο ενάγων κατοχύρωσε το ως άνω σήμα την 21.12.2001, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου της κατοχυρώσεως του domain name (6.4.1999) εκ μέρους του πρώτου εναγομένου. Τα αντίθεια που υποστηρίζει ο ενάγων (στον ένατο λόγο εφέσεως του) κρίνονται ως αβάσιμα, δ. Ως προς το αίτημα της αγωγής περί υποχρεώσεως της δεύτερης εναγομένης για διαγραφή του ονόματος χώρου "....." (που απορρίφθηκε σιωπηρώς από την πρωτόδικη απόφαση) προκύπτουν τα ακόλουθα : Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της αποφάσεως 268/73/2002, όπως έχει προαναφερθεί, ένα όνομα χώρου με κατάληξη .gr διαγράφεται οριστικά, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες περιοριστικές περιπτώσεις και στην περίπτωση β` μετά από αμετάκλητη απόφαση αρμόδιας δημόσιας αρχής ή δικαστηρίου, η οποία είναι εκτελεστή στην Ελλάδα ή αντίστοιχη απόφαση διαιτητικού οργάνου εκτελεστή στην Ελλάδα, με την οποία αναγνωρίζεται, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, προγενέστερο δικαίωμα τρίτου στο όνομα χώρου με κατάληξη .gr. Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με το Μητρώο ονομάτων χώρου που τηρεί η δεύτερη εναγόμενη, το επίμαχο όνομα χώρου "......" είχε για πρώτη φορά εκχωρηθεί με φορέα τον πρώτο εναγόμενο την 6.4.1999, ο οποίο έκτοτε ανανέωνε τη διετή διάρκεια εκχωρήσεως, ενώ το δικαίωμα του ενάγοντος επί του σχετικού ίδιου σήματος του κατοχυρώθηκε το έτος 2001. Συνεπώς, το δικαίωμα του ενάγοντος δεν είναι προγενέστερο του αντίστοιχου του πρώτου εναγομένου και συνακόλουθα δεν μπορεί η δεύτερη εναγόμενη να υποχρεωθεί σε διαγραφή του σχετικού ονόματος χώρου του πρώτου εναγομένου, απορριπτόμενου του πρώτου λόγου εφέσεως ως αβασίμου.

Γ. Ως προς τους λοιπούς ισχυρισμούς του εκκαλούντος :

α. Ο εκκαλών ισχυρίζεται όπ η προτόδικη απόφαση έσφαλε, επειδή δέχθηκε ότι:
αα. Υπήρχε χρήση της ιστοσελίδας του πρώτου εφεσίβλητου (πέραν της διετίας), καίτοι αυτή εμφανιζόταν ως "υπό κατασκευή" (μέχρι την ημέρα επιδόσεως της αγωγής του) και ειδικότερα αποδεχόμενη ότι από το έτος 1999 μέχρι το έτος 2004 ο αντίδυκός του στην επίδικη διεύθυνση διατηρούσε μια πρώτη σελίδα με την παραπάνω ένδειξη ("under construction") και φαινόταν ανενεργός, πλην όμως στους υποφακέλλους της και συγκεκριμένα στον υποφάκελλο www............ προέβαινε σε δοκιμή και τροποποιούσε τον κώδικα της πρώτης σελίδας και εν γένει προέβαινε σε χρήση της, σε κάθε δε περίπτωση δεν ανέπτυξε λειτουργία διακριτικού τίτλου. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος (τέταρτος και δέκατος λόγος εφέσεως) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι: Αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε ενεργά το όνομα χώρου ......gr αϊτό την καταχώρηση του (έτος 1999) μέχρι την επίδοση της αγωγής (έτος 2004), για λόγους αναγόμενους στη φύση της επαγγελματικής του απασχολήσεως και των ενδιαφερόντων του, προσθέτοντας και τροποποιώντας κώδικα διάφορων εφαρμογών. Η αναφορά στον υποφάκελλο www............. έγινε χάριν παραδείγματος, αφού ο πρώτος εφεσίβλητος προηγουμένως μνημονεύει γενικώς υποφακέλλους.

Πέραν αυτών, ως χρήση μιας ηλεκτρονικής διευθύνσεως μπορούν να συνιστούν πολλές ενέργειες, χωρίς να είναι απαραίτητο αυτές να είναι ορατές από τον απλό χρήστη ή επισκέπτη της ιστοσελίδας. Η ιστοσελίδα είναι μια από τις πολλές χρήσεις που προσφέρει ένα domain name, ανεξαρτήτως του τι δείχνει η ιστοσελίδα αυτή είχε αυτή δείχνει όχι είναι "υπό κατασκευή" είτε ότι είναι καταχωρημένη σε ορισμένο δικαιούχο είτε οποιαδήποτε εικόνα. Συνήθως δε όσοι εργάζονται κάτω από ένα domain name αναρτούν μια πρώτη σελίδα "υπό κατασκευή" για να δείξουν ότι το domain name χρησιμοποιείται και συνεχίζουν τις εργασίες τους στις "πίσω", σελίδες. Τέλος, ο πρώτος εφεσίβλητος τη χρήση της διαδικτυακής του διευθύνσεως απέδειξε στην πρωτοβάθμια δίκη με την προσκόμιση εκτυπωμένων αρχείων καταγραφής (log files), τα οποία ήταν αποθηκευμένα στους Εξυπηρετητές Δικτυακών Τόπων (Web Servers) της εταιρίας με την επωνυμία "..............." και τον διακριτικό τίτλο "..........". Συνεπώς, η διαδικτυακή διεύθυνση του πρώτου εφεσίβλητου δεν στερείτο περιεχομένου, θεωρείται δε ως domain name οιονεί διακριπκός τίτλος (σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη).

ββ. Εκ παραλλήλου με την προαναφερόμενη (στο στοιχ. Γα`) χρήση ο πρώτος εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε την *υπό κατασκευή" ιστοσελίδα του και ως μέσο επικοινωνίας του καθώς από την αρχή κατοχυρώσεως του δικαιώματος του καθίδρυσε στο κάτω μέρος της ιστοσελίδας του ένα υπερσύνδεομο (link) επικοινωνίας, σ οποίος ήταν συνδεδεμένος με το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, ώστε να μπορεί κάθε επισκέπτης να του αποστείλει ηλεκτρονική επιστολή. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος (πέμπτος λόγος εφέσεως) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι : Αποδείχθηκε ότι όσο χρόνο η ιστοσελίδα του πρώτου εφεσίβλητου τελούσε "υπό κατασκευή" (αλλά και στο τωρινό στάδιο) υπήρχε πάντοτε αναρτημένος υπερσυνδεσμος με την ένδειξη "επικοινωνήστε μαζί μας" (contact us) προς το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Η λειτουργία δε αυτή του συνδέσμου επικοινωνίας με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο χαρακτηρίζεται ως χρήση του ονόματος χώρου (βλ. κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως Ε. Μπαλάσκα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο).

β. Ο εκκαλών ισχυρίζεται (ενδέκατος λόγος εφέσεως) ότι σε κάθε περίπτωση, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο αντίδικος του είχε το δικαίωμα να κατέχει το επίδικο όνομα πεδίου, τότε πρόκειται για κακόπιστη χρήση του επίδικου ονόματος λόγω αποδυναμώσεως του δικαιώματος χρήσεως του από τον πρώτο εφεσίβλητο (αφού από 6,4.1999 μέχρι το έτος 2003 δεν είχε προβεί σε καμία χρήση του ονόματος πεδίου και δεν υπήρχε καμία σχετική σελίδα στο διαδίκτυο). Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος (πέμπτος λόγος εφέσεως) πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι : Από τα προεκτεθέντα (στα στοιχ, Γα`-αα` και ββ` της παρούσης) προκύπτουν τα αντίθετα, δηλαδή ότι ο πρώτος εφεσίβλητος προέβαινε σε χρήση του ονόματος χώρου στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα.

VI. Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 § 1, 525 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωση της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (αρθρ. 322 ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα.

Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη και κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικώς αβάσιμη δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, διότι κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές.

Ούτε όμως μπορεί να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό, επειδή στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το εκ της εφετειακής αποφάσεως δεδικασμένο θα είναι δυσμενέστερο γι` αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, γεγονός το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως αβάσιμη ουσιαστικώς. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, που η αγωγή απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη και κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει όπ η αγωγή είναι νομικώς αβάσιμη απορρίπτει την έφεση (βλ. ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη
44.990, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571, ΕφΑΘ 3374/2006 Αρμ 2007.388, ΕφΑθ 8165/2002 ΕλλΔνη 45.85, ΕφΑθ 3239/2002 ΔΕΕ 2002.87).

Κατ` ακολουθίαν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δτκαστήριο, το οποίο απέρριψε το δεύτερο αίτημα της αγωγής (διαγραφή από το μητρώο της δεύτερης εναγομένης, ακυρώσεως κάθε αντίστοιχης
καταχωρήσεως και λύσεως της σχετικής συμβάσεως για το όνομα χώρου "......" και για κάθε όνομα που περιέχει την ίδια ένδειξη) ως απαράδεκτο (λόγω αοριστίας), ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτό ως μη νόμιμο, έσφαλε μεν, όπως βασίμως παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων με την έφεση του, η οποία όμως (έφεση) πρέπει να απορριφθεί, διότι όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη δεν μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη (ως προς το κεφάλαιο αυτό), επειδή η απόφαση αυτή είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα, ούτε αρκεί σε απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, εφόσον η απόρριψη της αγωγής ως προς το ως άνω κεφάλαιο) για τον λόγο αυτό οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα κατά το διατακτικό. Κατά τα λοιπά η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αξιολόγησε κατά τον ίδιο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά (ως προς τα λοιπά κεφάλαια της αγωγής) και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με συνεπτυγμένες σκέψεις που συμπληρώνονται - σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ - με την προκείμενη απόφαση (βλ. Σαμουήλ, ο.π., § 1136, σ. 427), ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε αντίθετες αιτιάσεις της εκκαλούσης κρίνονται απορρυπέες ως αβάσιμες, απορριπτόμενης συνολικώς της εφέσεως ως ουσία αβάσιμης.
Ως προς τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η ερμηνεία των διατάξεων περί domain name, που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής και γι αυτό πρέπει να συμψηφίσει ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, να επιβληθεί δε εις βάρος του εκκαλούντος, ως ηττηθέντος, η πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 179, 176, 183 ΚΠΟΛΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τύποις και απορρίπτει και ουσίαν την έφεση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύφος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ, συμψηφιζομένης κατά το υπόλοιπο ποσό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2007 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση σης 2007, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δήμητρα Παπαντωνοπούλου Αντωνία Χατζηπαναγιώτου

Ν.Β

Tags




 

Επκοινωνία

Διεύθυνση: Μαυρομιχάλη 40

Τηλέφωνο: 210 33 88 528

Email: info@spiropoulou.com